ύφαμμα

ύφαμμα
τὸ, Α
ύφασμα ή, κατ' άλλους, είδος μεταλλικού αντικειμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θα μπορούσε να θεωρηθεί παρλλ. τ. τής λ. ὕφασμα (πρβλ. πλάτυμμα: πλάτυσμα), είναι, όμως, πιθ. ότι ο τ. δεν ανήκει στην οικογένεια τού ρ. ὑφαίνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὕφαμμα — neut nom/voc/acc sg ὕφαμμος mixed with sand neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτιπίαμμα — άμματος, τὸ, Α το λίπος που παρέμενε στον βωμό μετά από τη θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + πίαμμα (< * πίανμα < πιαίνω), αντί τού πίασμα (πρβλ. ύφαμμα: ύφασμα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”